εκστρατοπεδεύω

εκστρατοπεδεύω
ἐκστρατοπεδεύω (Α)
1. στρατοπεδεύω έξω
2. συνηθέστερα το μέσ. εκστρατοπεδεύομαι με την ίδια σημασία («ἐξεστρατοπεδευμένοι ἐπὶ λόφου κρατεροῡ», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”